- πρόδοσις
- -όσεως, ἡ, Α [προδίδωμι]1. το πρόδομα* («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.)2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.)3. φρ. «προδόσει πίνειν» — πίνω με πίστωση.
Dictionary of Greek. 2013.